άττα

άττα
(atta). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των φορμικιδών. Ζουν κυρίως στο Μεξικό και στη Νότια Αμερική. Έχουν σχετικά με το σώμα τους δυσανάλογο κεφάλι και ονομάζονται από τους ιθαγενείς μυρμήγκια με ομπρέλα γιατί πάντα μεταφέρουν κομμάτια φύλλων σαν ομπρέλα. Το κυριότερο είδος είναι η α. η κεφαλωτή, που πολλές φορές φτάνουν σε βάθος τα 3-5 μ., καλλιεργούν ορισμένες ποικιλίες μυκήτων, που χρησιμεύουν ως τροφή για τις κάμπιες τους. Κάθε είδος α. καλλιεργεί έναν ιδιαίτερο μύκητα και καταστρέφει κάθε άλλον που φυτρώνει στον κήπο του.
* * *
(I)
ἄττα (Α)
(ως προσφώνηση ηλικιωμένων προσώπων) παππούλη, πατερούλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας (πρβλ. άππα, άπφα, πάππα) σε αντίθεση προς το αυστηρό και επίσημο πατήρ. Η λ. με πλήρη μορφολογική και σημασιολογική αντιστοιχία μαρτυρείται σε πολλές άλλες ινδοευρ. γλώσσες (πρβλ. λατ. atta, χεττ. attas, γοτθ. atta και με επιθηματική παρέκταση αρχ. σλ. otĭcĭ). Αν γίνει δεκτό ότι αρχικά η λ. σήμαινε τον «(ανα)τροφέα», τότε η λ. αποτελεί ίσως τη βάση σχηματισμού των αταλός*, ατάλλω* κ.λπ.].
————————
(II)
ἄττα και ἄσσα (Α)
πληθ. ουδ. της αόριστης αντωνυμίας τις αντί του τ. τινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄσσα (αττ. άττα) της αόρ. αντων. τις, όπως και ο τ. ἅσσα (αττ. άττα) της αναφορικής αντων. όστις, προέρχονται από λανθασμένη τμήση του οπποῖά σσα σε οποῖ' άσσα, όπου το -σσα είναι ο πληθ. ουδ. *τι-α αντί τινά του τις (πρβλ. μεγαρ. σα, βοιωτ. τα)].
————————
(III)
ἅττα και ἅσσα (Α)
πληθ. ουδ. της αναφορικής αντωνυμίας όστις αντί του τ. άτινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αόρ. αντων. άττα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄττα — something indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀττα — ἀσσα , τις any one neut acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄττα — Ἄσσᾱ , Ἄσσα fem nom/voc/acc dual Ἄσσα , Ἄσσα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅττα — ὅστις that neut nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άττα, Τίτος Κουίντιος — (τέλη 2ου αι. – 77 π.Χ.). Ο νεότερος από τους τρεις κωμωδιογράφους της ρωμαϊκής κωμωδίας, που απέδωσε με τέχνη τις φλύαρες συζητήσεις των γυναικών. Μόνο αποσπάσματα των έργων του διασώθηκαν …   Dictionary of Greek

  • ἄτθ' — ἄττα , ἄττα something indeclform (exclam) ἄττε , ἀίσσω shoot pres imperat act 2nd sg (attic) ἄττε , ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄττ' — ἄττα , ἄττα something indeclform (exclam) ἄττε , ἀίσσω shoot pres imperat act 2nd sg (attic) ἄττε , ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅτθ' — ἅττα , ὅστις that neut nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅττ' — ἅττα , ὅστις that neut nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”